- φρικαλεότητα
- [фрикалэотита] ουσ. Θ. ужас, страх,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φρικαλεότητα — η 1. αποκρουστικότητα, απαισιότητα: Η φρικαλεότητα του εγκλήματος. 2. πράξη που προκαλεί τη φρίκη: Οι φρικαλεότητες του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρικαλεότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού φρικαλέου 2. συν. στον πληθ. οι φρικαλεότητες φρικτές, φοβερές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρικαλέος. Η λ., στον λόγιο τ. φρικαλεότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σμερδαλεότης — ητος, ἡ, Α [σμερδαλέος] φρικαλεότητα … Dictionary of Greek
φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… … Dictionary of Greek
φρικωδία — η, ΝΜΑ [φρικώδης] φρικαλεότητα … Dictionary of Greek